- καταχιονίζω
- κατα-χιονίζω, mit Schnee bedecken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταχιονίζω — (Α καταχιονίζω) (επιτ. τ. τού χιονίζω) νεοελλ. (αμτβ.) καλύπτομαι ολόκληρος ή πολύ με χιόνι («καταχιόνισε και ο κάμπος») αρχ. (κατά τον Ησύχ.) κατακαλύπτω με χιόνι … Dictionary of Greek
καταχιονίζεται — καταχιονίζω cover with snow pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)